πεντηκοστός

πεντηκοστός
-ή, -ό / πεντηκοστός, -ή, -όν, ΝΜΑ
1. τακτικό αριθμητικό που αντιστοιχεί στο απόλυτο πεντήκοντα και χρησιμοποιείται για να δηλώσει αυτόν που σε μια σειρά ή τάξη ομοειδών προσώπων ή αντικειμένων κατέχει τον αριθμό πενήντα, αυτός που αριθμείται μετά από άλλους σαράντα εννέα
2. το θηλ. ως ουσ. η Πεντηκοστή
εκκλ. εορτή που γιορτάζεται πενήντα ημέρες μετά το Πάσχα και αντιστοιχεί προς την ομώνυμη εορτή τών Ιουδαίων αλλά έχει διαφορετικό περιεχόμενο, είναι δηλαδή για τους χριστιανούς η εορτή τής επιφοίτησης τού Αγίου Πνεύματος και η γενέθλια ημέρα τής Εκκλησίας, τής οποίας η αρχή τού εορτασμού ανάγεται στους αποστολικούς χρόνους και εορταζόταν εξ αρχής είτε στον ναό τών Ιεροσολύμων μαζί με τους Ιουδαίους είτε ανεξαρτήτως
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το πεντηκοστό
καθένα από τα πενήντα ίσα μέρη στα οποία διαιρείται ποσό ή μέγεθος, το πεντηκοστημόριο
αρχ.
το θηλ. ως ουσ. α) το πεντηκοστό μέρος
β) (ιδίως στην Αθήνα, στη Δήλο, στην Αλικαρνασσό και στην Ερυθραία) φόρος δύο επί τοῑς εκατό ο οποίος επιβαλλόταν σε κάθε εισαγόμενο και εξαγόμενο εμπόρευμα, όπως λ.χ. στον εισαγόμενο σίτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντήκο-ντα + κατάλ. -στος (πρβλ. ογδοηκο-στός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πεντηκοστός — fiftieth masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεντηκοστός — ή, ό αυτός που έχει στη σειρά τον αριθμό 50: Είμαι πεντηκοστός στη σειρά επιτυχίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πεντηκοστόν — πεντηκοστός fiftieth masc acc sg πεντηκοστός fiftieth neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεντηκοστοῦ — πεντηκοστός fiftieth masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεντηκοστῷ — πεντηκοστός fiftieth masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεντηκοστένατος — η, ον, Μ ο πεντηκοστός ένατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντηκοστός ἔνατος] …   Dictionary of Greek

  • πεντηκοστοδεύτερος — τέρα, ον, Μ ο πεντηκοστός δεύτερος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντηκοστός δεύτερος] …   Dictionary of Greek

  • πεντηκοστόγδοος — η, ον, Μ ο πεντηκοστός όγδοος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντηκοστός ὄγδοος] …   Dictionary of Greek

  • πεντηκοστόεκτος — ον, Α 1. ο πεντηκοστός έκτος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πεντηκοστόεκτον το πεντηκοστό έκτο μέρος ενός πράγματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντηκοστός ἕκτος] …   Dictionary of Greek

  • πεντηκοστόπεμπτος — η, ον, Μ ο πεντηκοστός πέμπτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντηκοστός πέμπτος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”